Γκασμαδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκασμαδία < γκασμάς (κασμάς)
- Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, φώναξαν με τα μεγάφωνα τους ντόπιους να βοηθήσουν στις εργασίες φέρνοντας μαζί του ο καθένας τα δικά του εργαλεία. Οι περισσότεροι πήγαν με τους (γ)κασμάδες τους! (κι όχι π.χ. με φτυάρια ή με τσάπες).
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκασμαδία θηλυκό (και Gasmaland)
- (αργκό, στρατιωτική αργκό) παρωνύμιο της νήσου Λέσβου
- στη Γκασμαδία με στέλνουν
- (γενικότερα) τόπος όπου έγιναν (ή γίνονται) πολλά σκαψίματα