Γολγοθάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γολγοθάς | ||
γενική | του | Γολγοθά | ||
αιτιατική | τον | Γολγοθά | ||
κλητική | Γολγοθά | |||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γολγοθάς < ελληνιστική κοινή Γολγοθᾶ (άγνωστου γένους) < εβραϊκή προέλευση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /γol.γoˈθas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γολ‐γο‐θάς
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γολγοθάς αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο λόφος της Ιερουσαλήμ, στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γολγοθάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Λόφοι της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Λόφοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)