Γουαδελούπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γουαδελούπη | οι | Γουαδελούπες |
γενική | της | Γουαδελούπης | — | |
αιτιατική | τη | Γουαδελούπη | τις | Γουαδελούπες |
κλητική | Γουαδελούπη | Γουαδελούπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γουαδελούπη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Guadeloupe < ισπανική Guadalupe (από την αντίστοιχη πόλη Guadelupe στην Ισπανία)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γουαδελούπη θηλυκό
- αρχιπέλαγος και υπερπόντια κτήση της Γαλλίας στην ανατολική Καραϊβική
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γουαδελούπη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχιπέλαγα της Καραϊβικής (νέα ελληνικά)
- Αρχιπέλαγα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Καραϊβικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Υπερπόντιες κτήσεις της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Υπερπόντιες κτήσεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)