Δούρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δούρος < τουρκική dur (μακρινός) + -ος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δούρος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]
  • Δούρος σελ.53 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.