ΔτΠ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΔτΠ αρκτικόλεξο
- (διαδίκτυο) διαδίκτυο των πραγμάτων
- συντομογραφία: (αγγλικά): IoT
ΔτΠ αρκτικόλεξο