Δωριεῖς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δωριεῖς < πληθυντικός αριθμός του Δωριεύς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δωριεῖς αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος
- απόγονοι του μυθικού Δώρου
Παράγωγα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Δωριεῖς αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Δωριεύς