ΕΒΟ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΕΒΟ < : Ελληνική Βιομηχανία Όπλων.
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Ε.Β.Ο. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- Η ελληνική κρατική βιομηχανία όπλων.