ΕΛΔΥΚ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΕΛ.ΔΥ.Κ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ελδύκ)
ΕΛ.ΔΥ.Κ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ελδύκ)