ΕΝΑ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΕΝΑ <

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Ε.Ν.Α. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο, προφέρεται "ενά"

η νέα ονομασία της άλλοτε ναυτονομίας του ΠΝ