ΕΦΥΕΣ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΕΦΥΕΣ < : ΈΦεδρος Υψηλής ΕτοιμότηταΣ.
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΕΦ.Υ.ΕΣ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- Έμμισθοι έφεδροι που κατοικούν σε παραμεθόριες περιοχές και υπηρετούν μερικούς μήνες τον χρόνο στο στρατό.