Εβρίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈvɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐βρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εβρίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Εβρίτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Εβρίτης
Εβρίτισσα
|