Θάσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Θάσιος < Θάσος

Επίθετο

[επεξεργασία]

Θάσιος

  • ο πολιτης από τη Θάσο, ο καταγόμενος από το νησί της Θάσου, ο σχετικός με τη Θάσο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]