Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών | τα | Ισοζύγια Τρεχουσών Συναλλαγών |
γενική | του | Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών | των | Ισοζυγίων Τρεχουσών Συναλλαγών |
αιτιατική | το | Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών | τα | Ισοζύγια Τρεχουσών Συναλλαγών |
κλητική | Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών | Ισοζύγια Τρεχουσών Συναλλαγών | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών < → δείτε τις λέξεις ισοζύγιο, τρέχων και συναλλαγή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική current account, balance)
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών ουδέτερο
- (οικονομία) πίνακας όπου καταγράφεται το ύψος και η εξελικτική πορεία των αγαθών και υπηρεσιών που εισάγει μια χώρα σε σχέση μ’ αυτά που εξάγει
- ※ Μειωμένο κατά 412 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με πέρυσι ήταν το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τον Αύγουστο και διαμορφώθηκε σε 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. (* εφημερίδα Ναυτεμπορική)
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)