ΚΕΕΛΠΝΟ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | ||
γενική | του | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | ||
αιτιατική | το | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | ||
κλητική | ΚΕΕΛΠΝΟ / Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΚΕΕΛΠΝΟ ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο ακρωνύμιο
- Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Συντομομορφές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ακρωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)