Καλλυντήρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Καλλυντήρι
      γενική τῶν Καλλυντηρίων
      δοτική τοῖς Καλλυντηρίοις
    αιτιατική τὰ Καλλυντήρι
     κλητική ! Καλλυντήρι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καλλυντήρια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντήριος στον πληθυντικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καλλυντήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό