Κοίλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοίλη, Κοίλι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κοίλη
      γενική της Κοίλης
    αιτιατική την Κοίλη
     κλητική Κοίλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοίλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κοίλη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοί‐λη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοίλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κοίλη
      γενική τῆς Κοίλης
      δοτική τῇ Κοίλ
    αιτιατική τὴν Κοίλην
     κλητική ! Κοίλη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοίλη < κοίλη, θηλυκό του κοῖλος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοίλη θηλυκό

  1. δήμος των Αθηνών
  2. μέρος του ονόματος: Κοίλη Συρία

Πηγές[επεξεργασία]