Κύσσελη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κύσσελη | ||
γενική | της | Κύσσελης | ||
αιτιατική | την | Κύσσελη | ||
κλητική | Κύσσελη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κύσσελη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.se.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύσ‐σε‐λη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κύσσελη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κύσσελη
→ δείτε τη λέξη Κίσσελη |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ρίγανη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)