Λίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λίμα | ||
γενική | της | Λίμας | ||
αιτιατική | τη | Λίμα | ||
κλητική | Λίμα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λίμα < άμεσο δάνειο από την ισπανική Lima
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λί‐μα
- ομόηχα: λίμα, λήμμα, λύμα
- τονικό παρώνυμο: λιμά
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λίμα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η πρωτεύουσα του Περού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - τοπωνύμια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες της Αμερικής (νέα ελληνικά)
- Πόλεις του Περού (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Περού (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)