Λειανοκλάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λειανοκλάδι τα Λειανοκλάδια
      γενική του Λειανοκλαδιού
Λειανοκλαδίου
των Λειανοκλαδιών
Λειανοκλαδίων
    αιτιατική το Λειανοκλάδι τα Λειανοκλάδια
     κλητική Λειανοκλάδι Λειανοκλάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λειανοκλάδι < → δείτε τη λέξη Λιανοκλάδι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʎa.noˈkla.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λεια‐νο‐κλά‐δι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λειανοκλάδι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]