Λιάσκοβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Λιάσκοβο
      γενική του Λιασκόβου
Λιάσκοβου
    αιτιατική το Λιάσκοβο
     κλητική Λιάσκοβο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λιάσκοβο < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʎa.sko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιά‐σκο‐βο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λιάσκοβο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]