ΜΑΥ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΜΑΥ ουδέτερο ή θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο, ακρωνύμιο
- (ιστορία): αντικομμουνιστικές ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες κατά την περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, γνωστά και ως Μάυδες