ΜΚΔ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΜΚΔ < : Μέγιστος Κοινός Διαιρέτης
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΜΚΔ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- (μαθηματικά) ο μεγαλύτερος από τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών ο οποίος διαρεί, χωρίς να αφήνει υπόλοιπο, και τους δύο