Μεγάλη Ιδέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεγάλη Ιδέα | ||
γενική | της | Μεγάλης Ιδέας | ||
αιτιατική | τη | Μεγάλη Ιδέα | ||
κλητική | Μεγάλη Ιδέα | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
Μεγάλη Ιδέα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιστορία, πολιτική) αλυτρωτικό κίνημα καθώς και πολιτικός και εθνικός στόχος που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση αλύτρωτων ελληνικών εδαφών και στην ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
- ο κάθε αλυτρωτικός στόχος ενός κράτους για τη διεύρυνση των συνόρων του είτε αυτά είναι χερσαία ή υδάτινα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεγαλοϊδεάτης
- μεγαλοϊδεάτισσα
- μεγαλοϊδεατισμός
- μεγαλοϊδεατικά
- μεγαλοϊδεατικός
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και ιδέα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεγάλη Ιδέα