Μερσεντές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μερσέντες, Μερτσέντες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μερσεντές < λαϊκό άμεσο δάνειο από τη γερμανική Mercedes, με τονισμό όπως σε γαλλικές λέξεις < περικοπή της επωνυμίας γερμανικών αυτοκινήτων Mercedes-Benz. Εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό κούρσα (για αυτοκίνητα πολυτελείας), και όχι το ουδέτερο αυτοκίνητο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /meɾ.seˈdes/ (προφορά όπως στη γαλλική γλώσσα)
τονικό παρώνυμο: Μερσέντες (λατινοαμερικάνικη προφορά του ισπανικού γυναικείου ονόματος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Μερσεντές θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]