Μωυσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μωυσής < αρχαία ελληνική Μωϋσῆς
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μωυσής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μωυσής
|