Νάσβιλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νάσβιλ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νάσβιλ θηλυκό, ή ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νάσβιλ
|
Νάσβιλ θηλυκό, ή ουδέτερο
|