Ξέννων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ξέννων < ξένος + -ων

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ξέννων αρσενικό