Ξανθούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ξανθούλα οι Ξανθούλες
      γενική της Ξανθούλας
    αιτιατική την Ξανθούλα τις Ξανθούλες
     κλητική Ξανθούλα Ξανθούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ξανθούλα < Κανθ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ξανθούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξανθή