ΟΑΣ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΟΑΣ < : Ορθογώνιο Αξονικό Σύστημα στην κρυσταλλογραφία
- ΟΑΣ < : Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών
- Σε άλλα μέρη:
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Ο.Α.Σ. ουδέτερο, αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο