ΟΔΙΣΥ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΟΔΙΣΥ < Οργανισμός ΔΙαχείρισης Συμμαχικού Υλικού
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Ο.ΔΙ.Σ.Υ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο (προφέρεται οδισύ)