ΟΝΕΚ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΟΝΕΚ < : Οργάνωση Νέων Ένωσης Κέντρου
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΟΝΕΚ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
ΟΝΕΚ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο