ΟΠΑΔ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΟΠΑΔ < : Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Ο.Π.Α.Δ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου