Ογκόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ογκόρι < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Ογκόρι ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ογκόρι
|
Ογκόρι ουδέτερο άκλιτο
|