Οδοντίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Οδοντίδη < γενική ενικού του αρσενικού Οδοντίδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Οδοντίδη θηλυκό άκλιτο
Οδοντίδη θηλυκό άκλιτο