Οδοντωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀδοντωτός, οδοντωτός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Οδοντωτός < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Οδοντωτός αρσενικό

  1. κοινή ονομασία για τη σιδηροδρομική γραμμή Διακοπτού - Καλαβρύτων
  2. (οικείο) ονομασία σιδηροδρομικών γραμμών που χρησιμοποιούν οδόντωση σε σημεία με μεγάλη κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]