Οδυσσεάκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Οδυσσεάκη < γενική ενικού του αρσενικού Οδυσσεάκης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Οδυσσεάκη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Οδυσσεάκης