Οζαλεξανδρίδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Οζαλεξανδρίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Οζαλεξανδρίδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Οζαλεξανδρίδου θηλυκό άκλιτο