Πάτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpa.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐τρα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Πάτρα < αρχαία ελληνική αἱ Πάτραι < Πατρέας. Κατά τη μυθολογία από το όνομα του Πατρέα, οικιστή της πόλης. Επειδή συνένωσε τους προηγούμενους οικισμούς της Αρόης, της Άνθειας και της Μεσσάτιδος τους έδωσε το όνομα Πάτραι (πληθυντικός αριθμός)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πάτρα | — | |
γενική | της | Πάτρας | των | Πατρών |
αιτιατική | την | Πάτρα | — | |
κλητική | Πάτρα | — | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πάτρα θηλυκό
- πόλη της Αχαΐας στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Πάτρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πάτρα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Πάτρα < Κλεοπάτρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πάτρα | οι | Πάτρες |
γενική | της | Πάτρας | — | |
αιτιατική | την | Πάτρα | τις | Πάτρες |
κλητική | Πάτρα | Πάτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Κλίση γυναικείου ονόματος. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πάτρα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- Πάτρα < γενική ενικού του αρσενικού Πάτρας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πάτρα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Πάτρα αρσενικό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' εξαιρέσεις (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)