Πανσελήνων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Πανσελήνων αρσενικό
- (λόγιο) γενική πληθυντικού του Πανσέληνος
- εναλλακτικά: Πανσέληνων
Δείτε επίσης : πανσελήνων, πανσέληνων |
Πανσελήνων αρσενικό