Παππαδόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παππαδόπουλος | οι | Παππαδόπουλοι & Παππαδοπουλαίοι1 |
γενική | του | Παππαδόπουλου & Παππαδοπούλου |
των | Παππαδόπουλων2 & Παππαδοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Παππαδόπουλο | τους | Παππαδόπουλους3 & Παππαδοπουλαίους |
κλητική | Παππαδόπουλε | Παππαδόπουλοι & Παππαδοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παππαδοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παππαδοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παππαδόπουλος αρσενικό
- (παρωχημένο) ελληνικό ανδρικό επώνυμο, άλλη γραφή του Παπαδόπουλος
- ※ Παππαδόπουλος, Γρηγόριος (Θεσσαλονίκη, 1817 ; - 1873). Λόγιος, εκπαιδευτικός, καθηγητής στο Πολυτεχνείο […] (από το ομότιτλο λήμμα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών· πρόσβαση: 2019-11-22)