Παρίσιοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾi.si.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ρί‐σι‐οι

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Παρίσιοι
      γενική των Παρίσιων
Παρισίων
    αιτιατική τους Παρίσιους
Παρισίους
     κλητική Παρίσιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παρίσιοι < αρχαία ελληνική Παρίσιοι < λατινική Parisii

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Παρίσιοι αρσενικό στον πληθυντικό

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Παρίσιοι: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Παρίσιοι αρσενικό

  1. (επώνυμο) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Παρίσιος
  2. (καθαρεύουσα) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Παρίσιον
  • για το Παρίσι: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)