Περσείδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Περσείδης | οι | Περσείδες |
γενική | του | Περσείδη | των | Περσειδών |
αιτιατική | τον | Περσείδη | τους | Περσείδες |
κλητική | Περσείδη | Περσείδες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Περσείδες < αρχαία ελληνική Περσεῖδαι, πληθυντικός αριθμός του Περσείδης < Περσεύς
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Περσείδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (ο διάττοντας αστέρας)
- (αστρονομία) διάττοντες αστέρες από τον αστερισμό του Περσέα. Πρόκειται για βροχή μετεώρων που παρατηρείται από το βόρειο ημισφαίριο κάθε καλοκαίρι και ονομάστηκε έτσι από τους αστρονόμους επειδή μοιάζει να "πέφτει" από την περιοχή στην οποία βρίσκεται ο αστερισμός του Περσέα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Περσείδες στη Βικιπαίδεια