Πρισιλίμες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Πρισιλίμες | ||
γενική | των | Πρισιλιμών | ||
αιτιατική | τις | Πρισιλίμες | ||
κλητική | Πρισιλίμες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πρισιλίμες < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾi.siˈli.mes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρι‐σι‐λί‐μες
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πρισιλίμες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πρισιλίμες
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)