Πρωρέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πρωρέας < αρχαία ελληνική Πρῳρεύς
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πρωρέας αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πρωρέας
|