ΣΕΚ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΣΕΚ < : Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Σ.Ε.Κ. αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- παλαιότερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα που εκμεταλλευόταν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους
- (κατ’ επέκταση), (παρωχημένο) το τρένο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ΣΕΚ στη Βικιπαίδεια