Σάββατο του Λαζάρου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σάββατο του Λαζάρου | τα | Σάββατα του Λαζάρου |
γενική | του | Σαββάτου του Λαζάρου | των | Σαββάτων του Λαζάρου |
αιτιατική | το | Σάββατο του Λαζάρου | τα | Σάββατα του Λαζάρου |
κλητική | Σάββατο του Λαζάρου | Σάββατα του Λαζάρου | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Σάββατο του Λαζάρου ουδέτερο
- (θρησκεία) το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων, μια εβδομάδα πριν το Πάσχα, που κατά τον Χριστιανισμό εορτάζεται η ανάσταση του Λαζάρου από τον Ιησού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σάββατο του Λαζάρου
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)