Σακοράφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σακοράφα < γενική ενικού του αρσενικού Σακοράφας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σακοράφα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σοφία Σακοράφα στη Βικιπαίδεια , ακοντίστρια, βουλευτίνα
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Σακοράφα αρσενικό