Σαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαλάτα < γενική ενικού του αρσενικού Σαλάτας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐λά‐τα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαλάτα θηλυκό, άκλιτο