Σταύρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σταύρακας | οι | Σταύρακες |
γενική | του | Σταύρακα | των | Σταύρακων |
αιτιατική | τον | Σταύρακα | τους | Σταύρακες |
κλητική | Σταύρακα | Σταύρακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σταύρακας < Σταύρ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -ακας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σταύρακας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σταύρακας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ακας (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ανθρωπωνύμια από τον Καραγκιόζη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)