Στοκχόλμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στοκχόλμη | ||
γενική | της | Στοκχόλμης | ||
αιτιατική | τη | Στοκχόλμη | ||
κλητική | Στοκχόλμη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Στοκχόλμη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η πρωτεύουσα της Σουηδίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Στοκχόλμη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Στοκχόλμη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουηδικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Σουηδίας (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Σουηδίας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)